- ρόθιος
- -ον, θηλ. και ῥοθία και ποιητ. τ. ῥοθιάς, -άδος, Α [ῥόθος]1. (κυρίως για τα κύματα) αυτός που κινείται ορμητικά, με θόρυβο (α. «ἀμφὶ δὲ κῡμα βέβρυκε ῥόθιον», Ομ. Οδ.β. «ἦ ῥοθίοις εἰλατίναις δικρότοισι κώπαις ἔπλευσαν», Ευρ.γ. «εὐθὺς δὲ κώπης ῥοθιάδος ξυνεμβολῇ ἔπαισαν ἅλμην», Αισχύλ.)2. (για ίππο) αυτός που τρέχει γρήγορα, που καλπάζει («ῥόθιον ἐκ πλαγίου παρελαύνων τὴν ἵππον», Ιώσ.)3. ταχύς («ῥόθιοι πόδες»)4. (για κίνηση) ορμητική, γρήγορη («μετὰ ῥοθίου βίας», Αριστοτ.)5. μτφ. (για ρήτορα) αυτός που αγορεύει θορυβωδώς6. (για ψάρι) αυτός που μασάει με θόρυβο («ἄλλοτε καρχαρίην ὁτὲ δὲ ῥόθιον ψαμαθῑδα», Νουμήν.)7. το ουδ. ως ουσ. τὸ ῥόθιονα) το κύμα που έρχεται με θόρυβο και ορμή προς την παραλία (α. «ἀμφιπλάγκτων ῥοθίων μόνος κλύων», Σοφ.β. «παρ' ἅλιον αἰγιαλὸν ἐπ' Ἀμφιτρίτας ῥοθίῳ δραμόντες», Ευρ.)β) η ροή, το ρεύμα τών κυμάτων («κῡμα δὲ ποντον τραχεῑ ῥοθίῳ», Αισχύλ.)γ) η σφοδρότητα, η ορμή τών κυμάτων («εἴ τις ὑπομένοι καὶ μὴ φόβῳ ῥοθίου καὶ νεῶν δεινότητος κατάπλου ὑποχωροίη», Θουκ.)δ) ο πάταγος, ο συγχρονισμένος χτύπος τών κουπιών («Νέαρχος ταῑς ναυσὶν ἐπήγε μὲν τὸ ῥόθιον», Στράβ.)ε) ορμητική, θορυβώδης κίνηση («τῆς ἵππου τὸ ῥόθιον ἀνέχεσθαι», Δίον. Αλ.)στ) (για πάθη και συναισθήματα) βίαιη εκδήλωση, έκρηξη («τὸ ῥόθιον τοῡ θυμοῡ», Λουκιαν.)ζ) θόρυβος, ταραχή («κἀκ τοῡ δ' ἐχώρει ῥόθιον ἐν πόλει κακόν», Ευρ.)η) θορυβώδης επιδοκιμασία («αἴρεσθ' αὐτῷ πολὺ τὸ ῥόθιον», Αριστοφ.).επίρρ...ῥοθίως Α1. με θόρυβο, ηχηρά2. γρήγορα, με ταχύτητα.
Dictionary of Greek. 2013.